- μαστίχα
- Ελαιορητινούχος ουσία που παράγεται από τον αειθαλή θάμνο Pistacia lentiscus (κοινώς σχίνος) της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Κύριο μαστιχοπαραγωγό φυτό αποτελεί η ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia ή μαστιχοφόρος σχίνος της Χίου, που δημιουργήθηκε φυσικά και καλλιεργείται συστηματικά στην περιοχή των Μαστιχοχωρίων της Χίου. Για την παραλαβή της ελαιορητίνης γίνονται εντομές ή τσιμπήματα στον φλοιό του κορμού και των χοντρών κλάδων του μαστιχοφόρου σχίνου. Η ελαιορητίνη εκρέει από τις πληγές σε μικρές σταγόνες, οι οποίες στερεοποιούνται στον αέρα. Είναι εύθρυπτη, υπόλευκη ουσία, με ευχάριστο άρωμα, η οποία σκουραίνει με την πάροδο του χρόνου. Η πρώτη ποιότητα προέρχεται από τις σταγόνες που στερεοποιούνται και συλλέγονται επάνω στις εντομές των κορμών, ενώ η κατώτερη προέρχεται από εκείνες που πέφτουν στο έδαφος. Ένας ανεπτυγμένος θάμνος μαστιχοφόρου σχίνου δίνει 300-400 γρ. ελαιορητίνης ετησίως. Η μ. της Χίου, χάρη στο εξαιρετικό της άρωμα, χρησιμοποιείται για μάσηση (με μορφή τσίχλας), για τον αρωματισμό ποτών, γλυκισμάτων, καθώς και για την παρασκευή βερνικιών.
Την ίδια ονομασία φέρει ένα είδος οινοπνευματώδους ποτού αρωματισμένου με μ., καθώς και ένα γλυκό του κουταλιού.
* * *η, και μαστίχι, το (AM μαστίχη, Μ και μαστίχα)βοτ. αρωματική ρητίνη που λαμβάνεται ως έκκριμα από εντομές στον κορμό και στα κλαδιά τού μαστιχόδεντρου και άλλων συγγενών φυτώννεοελλ.1. οινοπνευματώδες αρωματικό ποτό που περιέχει μαστίχα2. ζαχαρόπηκτο παρασκεύασμα με μαστίχα για μάσημανεοελλ.-μσν.γλυκό τού κουταλιού που περιέχει μαστίχα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαστίχη (αρχ. «ουσία που μασάει κανείς με τα δόντια») είναι υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μαστιχῶ «τρίζω τα δόντια», συνεκδ. «μασώ». Ο τ. μαστίχ-α μεταπλασμένος τ. τού μαστίχ-η κατά τα θηλ. σε -α (πρβλ. βελόνη - βελόνα, καλύβη - καλύβα κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.